χωριανός

χωριανός
-ή, -ό, Ν
1. συγχωριανός, συντοπίτης
2. χωριάτης, χωρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + κατάλ. -ανός (πρβλ. αδει-ανός, φαγ-ανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωριανός — ή, ό αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, συχωριανός: Με τον Παύλο είμαστε χωριανοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλοχωριανός — ή, ό αυτός που κατάγεται από άλλο χωριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + χωριανός] …   Dictionary of Greek

  • συγχωριανός — και συχωριανός ή, ό, Ν αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, χωριανός, συντοπίτης …   Dictionary of Greek

  • συχωριανός — ή, ό, Ν βλ. συγχωριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωριανός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”